κάναθρον

κάναθρον
και κάνναθρον / κάναθρον και κάνναθρον, τὸ (Α)
ξύλινη άμαξα που έχει θόλο πλεγμένο από καλάμια ή λυγαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα «καλάμι» + κατάλ. -θρον δηλωτική τού οργάνου (πρβλ. θορύβη-θρον, φόρε-θρον). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για σύνθ. με β' συνθετικό -αθρον που συνδέεται με μια μη ασφαλώς παραδεδομένη γλώσσα τού Ησυχίου ἄθρας
ἅρμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καννάθρου — κάναθρον cane neut gen sg κάνναθρον cane neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καννάθρων — κάναθρον cane neut gen pl κάνναθρον cane neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καννάθρῳ — κάναθρον cane neut dat sg κάνναθρον cane neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανάθρων — κάναθρον cane neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανάθρῳ — κάναθρον cane neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάναθρα — κάναθρον cane neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάνναθρα — κάναθρον cane neut nom/voc/acc pl κάνναθρον cane neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάνναθρον — κάναθρον cane neut nom/voc/acc sg κάνναθρον cane neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”